-
1 χρηματικός
χρηματικός, zum Vermögen, zum Gelde gehörig, dasselbe betreffend; οἱ χρηματικοί, die Reichen, Plut. Sol. 14; χρ. δωρεά, Geldgeschenk, ζημία, Geldstrafe, Plut. Dem. 27; ἀγών, ein Wettkampf, bei dem ein Geldpreis ausgesetzt ist.
-
2 χρηματικός
χρηματικός, zum Vermögen, zum Gelde gehörig, dasselbe betreffend; οἱ χρηματικοί, die Reichen; χρ. δωρεά, Geldgeschenk, ζημία, Geldstrafe; ἀγών, ein Wettkampf, bei dem ein Geldpreis ausgesetzt ist
См. также в других словарях:
μέσο — και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον) 1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας») 2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το… … Dictionary of Greek
χρηματικός — ή, ό / χρηματικός, ή, όν, ΝΑ [χρῆμα, χρήματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρήματα (α. «χρηματική αμοιβή» β. «χρηματικὴ ζημία», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «χρηματική ποινή» i) (ποιν. δικ.) ποινή η οποία συνίσταται στην, υπέρ τού δημοσίου,… … Dictionary of Greek